- απόκτισις
- ἀπόκτισις, η (Α) [κτίζω]ίδρυση αποικίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόκτισις — planting of a colony fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόκτισιν — ἀπόκτισις planting of a colony fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκτίσεως — ἀποκτίσεω̆ς , ἀπόκτισις planting of a colony fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)